Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ (15.10.2006)


Μαρινέλλα Βλαχάκη "σιλάνς σιλβουπλέ"


Πολίτις  του νομού και της πόλης των Χανίων, γνωστή από τα καλαίσθητα ποιητικά της βιβλία η Μαρινέλλα Βλαχάκη, μας συναρπάζει με την τέχνη της στο θέατρο, στην απόδοση κλασικών κειμένων και με τις άλλες δραστηριότητές της στα πολιτιστικά. Αλλά η μεγάλη έκπληξη είναι το τελευταίο της έργο, -ένα ημερολόγιο μικρού κοριτσιού που ζει και μεγαλώνει στα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια σ’ ένα χωριό- «χρόνια ασβολεμένα που να πάνε και να μη γυρίσουν…» όπως λέει ο Ιρλανδός ποιητής Ουίλιαμ Γέιτς -1865-1939 – επι πλέον σηκώνει στους αδύνατους ώμους του διπλή ορφάνια, αν και οι θετοί γονείς του, άνθρωποι φωτισμένοι, πρόσφυγες χρόνια στο Παρίσι, του παρέχουν την άνεση και τη στοργή. Το βιβλίο αυτό που έχει τον τίτλο Σιλάνς σιλβουπλέ, τίτλο παράξενο και παιχνιώδη, εκδόθηκε στην Αθήνα από τον εκδοτικό οίκο «Κέδρο» -που απορρίπτει, όχι σπανίως, καλά και αξιόλογα λογοτεχνικά έργα-φαίνεται, κάποια ψήγματα χρυσού θα οσφράνθηκε στις σελίδες του… Η ατμόσφαιρα του χωριού, οι άνθρωποι, εξαντλημένοι από τους πολέμους-παγκόσμιο και εμφύλιο κι ανάμεσά τους ένα κορίτσι του δημοτικού που καταγράφει με το μολύβι του τη ζωή τους και τη δική του, οι φόβοι, οι «σκιές» που παραφυλάγουν στο παλιό σπίτι, η παράλληλη μοίρα των ζώων και των δέντρων που τα ζει ως έμψυχα, οι ψίθυροι, όλ’ αυτά τα μυστήρια συμπλέκονται σ’ ένα συναρπαστικό χρονικό, μαζί με τα αθέλητα στοιχεία της ψυχολογίας και της λαογραφίας. Γιατί πώς να εξηγήσει κανείς τη βαθιά γοητεία που προκαλεί σ’ έναν παλαίμαχο λογοτέχνη και φιλόλογο η ανάγνωσή του; Είναι, ίσως, η Κρητικιά γλώσσα-διάλεκτος, που με γεμίζει νοσταλγία, είναι οι εικόνες  της συνθλιμμένης παιδικότητάς μας, οι φόβοι και η στέρηση που γνωρίσαμε ως παιδιά, η πικρή γεύση της ορφάνιας; Αλλά η συγκίνηση αυτή, παρά τις επαναλήψεις και τη σίγουρη τέχνη σελίδων, που γράφτηκαν με την ανάμνηση της ιδιότυπης αυτής παιδικής ηλικίας, είναι λυτρωτική, γιατί δεν της λείπει η ελπίδα. Και να που τέλος η σιωπή χαμηλώνει και ακούγεται το νικητήριο τραγούδι. Σε όλο το βιβλίο εναλλάσσονται εικόνες και χρώματα και η φύση κυριαρχεί, πότε ευεργετική πότε σκληρή και μυστηριώδης, που θέλει να κρύβεται κατά το ρητό (η Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί…) το παιδί αδιάβαστο κι αφηρημένο μετατρέπεται σε τεχνίτη του λόγου. Εδώ το περιεχόμενο ξεπερνάει τη μορφή και καθιστά το βιβλίο αυτό ένα κειμήλιο, μια σπάνια μαρτυρία για τα χρόνια εκείνα, εκ στόματος νηπίου.

Βικτωρία Θεοδώρου